- σφαιριστικός
- σφαιριστικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιριστικός — ή, ό / σφαιριστικός, ή, όν, ΝΑ [σφαιριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίριση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σφαιριστικός ο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική (ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σφαιριστικόν — σφαιριστικός of masc acc sg σφαιριστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικούς — σφαιριστικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικωτάτην — σφαιριστικός of fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικῆς — σφαιριστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστικήν — σφαιριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИГРЫ — • Ludi. I. Общественные. a) У греков (α̉γώνες), см. Olympia, Олимпия; Pythia, Пифия; Nemea, Немея; Isthmia, Истмии. b) У римлян (ludi). Публичные сценические и праздничные И., по своей главной цели благодарственные… … Реальный словарь классических древностей